- παρωνυμία
- παρωνυμία, η και παρωνύμιο, το1. (γραμμ.), παραγωγή ενός ονόματος από άλλο.2. πρόσθετο όνομα, αλλιώς παρατσούκλι, παρανόμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρωνυμία — παρωνυμίᾱ , παρωνυμία by name fem nom/voc/acc dual παρωνυμίᾱ , παρωνυμία by name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίᾳ — παρωνυμίᾱͅ , παρωνυμία by name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμία — η, ΝΜΑ [παρώνυμος] παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα νεοελλ. γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα αρχ. 1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο 2. εναλλακτική ονομασία … Dictionary of Greek
παρωνυμίας — παρωνυμίᾱς , παρωνυμία by name fem acc pl παρωνυμίᾱς , παρωνυμία by name fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίαι — παρωνυμίᾱͅ , παρωνυμία by name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίαν — παρωνυμίᾱν , παρωνυμία by name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμιῶν — παρωνυμία by name fem gen pl παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act masc voc sg παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act neut nom/voc/acc sg παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίαις — παρωνυμία by name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυμίην — παρωνυμία by name fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek